Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Tρεις μερες πεντε πραξεις

To ποίημα που ακολουθεί έμεινε αρκέτα χρόνια κλεισμένο στο συρτάρι μου, Εφτασε η ώρα να βγεί και να συνοδεύσει τις τρείς ζωγραφιές που θα εκτεθούν απο την κυριακή 4-8-2013 και ως τις 13-8-2013 στην εικαστική εκθεση του Καβρού Αποκορώνου Χανίων


 Μερα μηδεν

Και  εγενέτο φως , η κλεψύδρα γύρισε και άρχισε να μετρά.
πλήθος πολύ, συνωστισμένο κραύγασε
και δυο τιτάνων οι φωνές αντήχησαν στο δωμάτιο με τους καθρέπτες

Η απόφαση έμελλε  να ληφθεί, έτσι και έγινε,
 διότι πουλιά τα όνειρα και όμορφα στην όψη,
 μα για τα χέρια φτιάχτηκαν καρποί, λουλούδια και γυναίκες ερωτικές  και πέτρες.
 Έπειτα σύννεφα απλώθηκαν.

Και το πλήθος έγινε λαλιά πλασμένη από ρόδα
οι  γητευτές χωρίστηκαν στα δυο
και μιλιούνια παρέλασαν κάτω απ τα πόδια των τιτάνων εισβάλοντας στο δωμάτιο με τους καθρέπτες

Σμύρνα και μπάχαρα σκορπίστηκαν στον άνεμο,
 μα πριν μοιράστηκαν στο πλήθος,
γιατί σοφοί οι τυφλοί σοφοί και οι βλέποντες.
 Έτσι τα φίδια και οι αμνοί συμπορεύτηκαν, μακρύς ο δρόμος και πιστοί οι σύντροφοι, γίνανε ένα. 



Μερα πρωτη:  πενθος 
Και δάκρυ προσφέρθηκε να δροσίσει τον δρόμο
και κήποι και δάση, έρημοι και πελάγη ,λίμνες και βουνά ορθώθηκαν

Διότι ο κάμπος βουνό ποθεί που όλα τα βλέπει και όλα τα ακούει, διότι το βουνό κάμπο ποθεί να γείρει να ακουμπήσει και ο κάμπος αγκάλιασε το βουνό.

Και οι δυο γίνανε τέσσερις και μαύρο φόρεσε το δωμάτιο να μην αλλοιωθεί από το φως,
 γιατί ζωή αυτό μα και ψέμα, κουράγιο και λιγοψυχιά, μα ένας-ένας έμελλε να μπει.
Θηρίο  η σκέψη και  αλυσίδες στο λαιμό, ας συγχωρεθούν οι αμαρτίες των δεσμεύων και του θηρίου.
Κι αντάμα στο γυαλί που 'μεινε χρόνια σκοτεινό οι γητευτές και οι μάγοι, οι τιτάνες κι οι σύντροφοι, λόγια παρηγοριάς φέροντες , αναμνήσεις φωτιάς δίνοντες ,οργή χαράς δρώντες.

Πράξη πρώτη: ο τιτάνας του νερού αντίκρυ στους καθρέπτες.
 Και ο πρώτος εκ των τεσσάρων υπόγραψε στο παγωμένο γυαλί με κοφτερό διαμάντι και το χάραξε και το ζωγράφισε και το διαμόρφωσε όπως η θάλασσα τον βράχο, μα σαν το κύμα χτυπήσει άμμος γεννιέται.
 Kαι η άμμος καλείται να επιλέξει τον δρόμο της που  άλλοτε στα βάθη των ωκεανών χώνεται και άλλοτε γυαλί καταλήγει,
 κι ύστερα το γυαλί καθρέπτης ,που τίποτα δικό του δεν έχει να δείξει και πάντα στους ρυθμούς άλλων κινείται.




Πράξη δεύτερη: ο τιτάνας της φωτιάς αντίκρυ στο χαραγμένο καθρέπτη 
Και ο τιτάνας  της φωτιάς στάθηκε δίπλα στο χαραγμένο γυαλί και το ζύγωσε και κοίταξε μέσα σ αυτό μα δεν είδε τίποτα πλην του ειδώλου του. και γύρισε τότε και κοίταξε πίσω του. αγκάλιασε το γυαλί και το έκαψε, ο πρώτος καθρέπτης είχε πέσει. και την σκόνη του μακριά την φύσηξε εκεί που οι γητευτές στέκονταν και αυτοί άρχισαν να ενώνονται πάλι.


Πράξη τρίτη: ο τιτάνας του αέρα δίπλα στους σκονισμένους καθρέπτες 
Και ο αέρας φύσηξε και γύρισε και ήρθε μα είχε δρόμο δύσκολο και το έργο του βαρύ. Ό ένας εκ των δυο πρώτων στέκονταν αποδυναμωμένος, μα μίλησε και αυτός και η φωνή του έτριξε τους καθρέπτες και πέταξε την σκόνη μακριά, και το γυαλί ξαναλαμψε. και φύσηξε και γύρισε και απήλθε μα σαν περνούσε σήκωσε και έσπασε και πήρε κομμάτια απ το πάτωμα και πέταξε μαζί του πλάκες και γητευτές. 
Και χάος εγένετο
θλίψη απλώθηκε στα συντρίμμια
Και ο φύλακας κλίθηκε



Μέρα δεύτερη: διαύγεια 
«σαν κάτι ευχηθείς ,κοίτα να ειν’ χαμόγελο, γιατί που ξέρεις αν γενεί μπορεί να φέρει, μπορεί να πάρει, μπορεί να αναμειχθεί»

Και το πένθος παρήλθε, τα χειρότερα πέρασαν
η βοή, χάδι εγένετο
και η κλεψύδρα σιμώνει στα μισά

Πραξη Τεταρτη :Ο φυλακας του καθρεπτη 
Και ο φύλακας έσκυψε με λόγχη και σπαθί,
διόρθωσε τις πλάκες,
και έγειρε στο δωμάτιο και μίλησε:

«μείνατε χρόνια σιωπηλοί αιώνες κλειδωμένοι και έγινε ανάμνηση η φωνή και ξόρκι η νοσταλγία μα σήμερα σας προκαλώ αν και πολύ αμφιβάλω, γιατί καθρέπτης οι βουλές και  κρύσταλλο η ζάλη»
Και οι καθρέπτες γύρισαν πλάτη ο ένας στον άλλο, να πάψουν πια να αντανακλούν τα άπειρα είδωλα τους.
και τα μαύρα κατέβηκαν να μπει φως

Πράξη πέμπτη: ο τιτανας της γης
Μα η άμμος πίεζε στην κλεψύδρα, η βάση για το γυαλί και το συστατικό της γης  και τότε ο τιτάνας κλήθηκε.

Και φόβος και δισταγμός, γιατί η πίστη και η απιστία συνυπάρχουν, γιατί όσα γένηκαν, έγιναν επειδή το θελήσαμε.